- βόλεμα
- το [βολεύω]1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει4. συνουσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βόλεμα — το η τακτοποίηση, η πρόχειρη ρύθμιση κάποιας δυσκολίας, το αποτέλεσμα του βολεύω: Το βόλεμα του σπιτιού μού τρώει όλο το πρωινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνεση — η (AM ἄνεσις) [ανίημι] 1. έλλειψη βιασύνης 2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών 3. ξεκούραση, χαλάρωση νεοελλ. 1. ευκολία ζωής, βόλεμα 2. φρ. «οικονομική άνεση» οικονομική ευχέρεια, ευπορία μσν. 1. ευθυμία 2. ικανοποίηση αρχ. 1. μείωση, ύφεση 2.… … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
εξοικονόμηση — η η εξεύρεση των αναγκαίων, η πρόχειρη ικανοποίηση των αναγκών, το βόλεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρεψη — η εξοικονόμηση των απαραίτητων για τη ζωή, αλλ. βόλεμα, βολή: Ο καθένας κοιτάζει την πόρεψή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)